- τύλοι
- τύλοςcallusmasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τυλοῖ — τυλόω make knobby pres ind mp 2nd sg τυλόω make knobby pres opt act 3rd sg τυλόω make knobby pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
CAMELORUM Tubera — Graecis κυρτώματα et τύλοι, unde δίτυλοι, quae bina habent: Aristoteli ὕβοι, unde vox Latina gibbus, Aeolice γύβος, petumen antiquis Romanis seu petimen. A qua voce Petiminarii forte dicti, qui saltu periculosô corpus vibrantes, totos plerumque… … Hofmann J. Lexicon universale
εργασία — Με τον όρο ε. εννοούμε κάθε ανθρώπινη ενέργεια που έχει σκοπό την παραγωγή αγαθών, υπηρεσιών ή πληροφοριών που χρειάζονται στους ίδιους τους ανθρώπους. Στην ιστορία του ανθρώπου η ε. εμφανίζεται ως κοινωνική ενέργεια, που προσφέρεται δηλαδή από… … Dictionary of Greek
τυλώνω — τυλῶ, όω, ΝΜΑ [τύλη/τύλος] νεοελλ. γεμίζω κάτι έως επάνω, υπερπληρώνω («τήν τύλωσε» [ενν. την κοιλιά] έφαγε μέχρι σκασμού) 2. μτφ. καθιστώ μια γυναίκα έγκυο, γκαστρώνω μσν. αρχ. καθιστώ κάτι τυλώδες, τό γεμίζω με τύλους, σκληρύνω («τυλοῑ τὸ στόμα … Dictionary of Greek